υποτελωνείο(ν)

υποτελωνείο(ν)
το филиал таможни

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υποτελωνείο(ν)" в других словарях:

  • υποτελωνείο — το, Ν τελωνείο δεύτερης τάξης, σε μικρό λιμάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) + τελωνείο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποτελωνεῖον, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • υποτελωνείο — το τελωνείο κατώτερης τάξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»